γρυπός

γρυπός
-ή, -ό (ΑΜ γρυπός, -ή, -όν)
1. κυρτός, γαμψός
2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει κυρτή μύτη
αρχ.
(ουδ. ως ουσ.) το γρυπόν
η γρυπότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν θεωρηθεί ως πρωταρχικός ο τ. γρυπός, τότε το γρυψ θα είναι παραγωγό του, σχηματισμένο αναλογικά προς άλλες ονομασίες πουλιών (πρβλ. γυψ, γλαυξ, σκωψ). Έχει υποστηριχτεί εξάλλου ότι το γρυψ σχηματίστηκε από το γυψ υπό την επίδραση τού γρυπός και ακόμη ότι, επειδή εκτός από μυθικό ζώο δήλωνε και διακόσμηση ανατολικής προελεύσεως, αποτελεί μεταπλασμό μιας δάνειας λέξεως (πρβλ. ακκαδ. karūbu «γρυψ, χερουβείμ») υπό την επίδραση πάντοτε τών γυψ και γρυπός. Πιθ. πάντως η λ. γρυπός να συνδέεται με αγγλοσαξ. crump, αρχ. άνω γερμ. krump «κυρτός», ενώ η αναγωγή τής λέξεως, καθώς και τών γρυμέα*, γρύτη*, σε IE *greu- «κάμπτω, κυρτώνω» είναι επισφαλής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γρυπός — γρῡπός , γρύψ griffin masc gen sg γρῡπός , γρυπός hook nosed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρύπος — ο ο γρίπος* …   Dictionary of Greek

  • γρυπός — ή, ό κυρτός, γαμψός: Ο αετός έχει γρυπά νύχια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρυψ — (γρυπός), ο και γρύφονας και γρύφος (AM γρύψ, Μ και γρύψος) 1. μυθικό ζώο με στόμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού 2. γυπαετός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρυπός] …   Dictionary of Greek

  • γρυπώνω — [γρυπός] 1. συλλαμβάνω κάτι με αγκιστρωτό όργανο 2. γραπώνω …   Dictionary of Greek

  • γρυπά — γρυπά̱ , γρυπή vulture s nests fem nom/voc/acc dual γρυπά̱ , γρυπή vulture s nests fem nom/voc sg (doric aeolic) γρῡπά , γρυπός hook nosed neut nom/voc/acc pl γρῡπά̱ , γρυπός hook nosed fem nom/voc/acc dual γρῡπά̱ , γρυπός hook nosed fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυπολέων — ο (Μ) 1. φανταστικό ζώο με χαρακτηριστικά γνωρίσματα λιονταριού και γρυπός 2. ύφασμα στολισμένο με γρυπολέοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρυψ (γρυπός) + λέων] …   Dictionary of Greek

  • γρυπόναγρος — γρυπόναγρος, ο (Μ) φανταστικό ζώο με χαρακτηριστικά γρυπός και όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρυψ (γρυπός) + όναγρος] …   Dictionary of Greek

  • Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά …   Dictionary of Greek

  • γρυπῶν — γρῡπῶν , γρύψ griffin masc gen pl γρυπή vulture s nests fem gen pl γρῡπῶν , γρυπός hook nosed fem gen pl γρῡπῶν , γρυπός hook nosed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”